Σάββατο 7 Οκτωβρίου 2017

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΩΤΙΚΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΥΝΔΕΣΜΟΥ ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΑΓΩΝΑ

Ο Μακεδονικός Αγώνας υπήρξε ένας κρίκος στην αλυσίδα των εξεγέρσεων για την απελευθέρωση της Μακεδονίας. Αποτελεί μια από τις ἐνδοξότερες σελίδες της νεότερης ελληνικής ιστορίας, γραμμένης με «Ἡρώων καὶ μαρτύρων αίμα», ἀνδραγαθίες και ολοκαυτώματα. Οι πρωταγωνιστές του προέρχονταν από ολόκληρο τον Ελληνισμό.   Ωστόσο, το κύριο βάρος του Αγώνα το σήκωσε ο γηγενής πληθυσμός της Μακεδονίας, ο οποίος όχι μόνο αγωνίστηκε αβοήθητος για τριάντα περίπου χρόνια να διαφυλάξει την ελληνικότητά του από τις διάφορες εχθρικές προπαγάνδες, αλλά και συμπαραστάθηκε με θέρμη και αποτελεσματικότητα στους Μακεδονομάχους που έσπευσαν από κάθε γωνιά της ελληνικής πατρίδος ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸ ἐξωτερικὸ στη Μακεδονία για να πάρουν μέρος στην ένοπλη φάση του Αγώνα, στα χρόνια 1904-1908.
     Η Μακεδονία όπως και η λοιπή Ελλάδα, γέφυρα ανάμεσα σε δύο ηπείρους και σε δύο θάλασσες, με τεράστια στρατηγική και πολιτική σημασία, όταν πια άρχισε να κλονίζεται η κυριαρχία της Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας στην Χερσόνησο τοῦ Αἵμου, έγινε το μήλον της έριδος μεταξὺ των Μεγάλων Δυνάμεων.  Ιδιαίτερο όμως ενδιαφέρον έδειχνε η Ρωσία, η οποία αισθανόταν ζωτική την ανάγκη να βγει στη Μεσόγειο. Έτσι, από την εποχή της Αικατερίνης της Μεγάλης ακόμα, εξεγείροντας διαρκώς τους ομόδοξους Έλληνες επεδίωκε να τους θέσει υπό την κηδεμονία της, για να γίνει με αυτόν τον τρόπο ο φυσικός κληρονόμος του λεγομένου Βυζαντίου στὴν Χερσόνησο τοῦ Αἵμου και τη Μικρὰ Ασία.  Όμως μετά το 1856, η Ελλάδα ξέφυγε από τη σφαίρα επιρροής της.
     Ἔκτοτε η Ρωσία εστίασε τις προσπάθειές της στην εθνική αφύπνιση του σλαυικού στοιχείου της Βαλκανικής, με το οποίο εκτός από το ομόδοξο, τη συνέδεε θεωρητικὰ και το όμαιμον.  Μετά την κρατική αποκατάσταση των Σέρβων, η ρωσική εξωτερική πολιτική επικεντρώθηκε σταδιακά στην ενίσχυση της βουλγαρικής συνειδήσεως, στην αυτονομία της βουλγαρικής εκκλησίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και στη δημιουργία βουλγαρικού κράτους. Χωρίς αμφιβολία, σημαντικότερο γεγονός στάθηκε το Σχίσμα της βουλγαρικής εκκλησίας το 1870, η οποία ονομάσθηκε πια Ἐξαρχία.
     Ἐν τῷ μεταξύ, στην από τα πανάρχαια χρόνια ελληνική γῆ τῆς Μακεδονίας, οι υπόδουλοι Έλληνες δεν είχαν πάψει να εκδηλώνουν την απόφασή τους να συμμεριστούν τη μοίρα του υπόλοιπου Ελληνισμού. Αυτό έδειξαν άλλωστε και οι αγώνες και οι θυσίες τους κατά την επανάσταση της Χαλκιδικής, το 1821, με τον Εμμανουήλ Παπά καὶ τὸν Νικοτσάρα, και της κεντρικής και δυτικής Μακεδονίας, το 1822, με τον γερο-Καρατάσο, το Γάτσο, το Ζαφειράκη και τον καπετὰν Διαμαντή. Το ίδιο συνέβη και με τις απελευθερωτικές προσπάθειες στη Μακεδονία κατά τον 19ο αιώνα, όπως π.χ. η επαναστατική κίνηση στη Χαλκιδική το 1854 και στην περιοχή του Ολύμπου το 1878. Ἐν τούτοις, παρά τις προσπάθειες αυτές, η Μακεδονία παρέμεινε υπόδουλη.
     Αλλά η δημιουργία της βουλγαρικής Εξαρχίας αποτέλεσε τη βάση για την προβολή των βουλγαρικών διεκδικήσεων και στον ευρύτερο μακεδονικό χώρο, διεκδικήσεων που οξύνθηκαν κυρίως μετά την ίδρυση της Βουλγαρικής Ηγεμονίας, το 1878. Η βουλγαρική προπαγάνδα από εξαρχικούς δασκάλους και ιερείς στα μακεδονικά χωριά απέβλεπε στην ισχυροποίηση των βουλγαρικών θέσεων στην Μακεδονία. Γιατί τα χρόνια εκείνα οι διακρίσεις των πληθυσμών στη νευραλγική αυτή περιοχή των Βαλκανίων δεν γίνονταν με βάση την εθνική τους ταυτότητα, αλλά τη θρησκευτική τους επιλογή.  Εξαρχικός ή Σχισματικός σήμαινε Βούλγαρος και Πατριαρχικός ή Ορθόδοξος σήμαινε Έλληνας.
     Για πάνω από τριάντα χρόνια ο ελληνορθόδοξος πληθυσμός της Μακεδονίας, με μοναδικά όπλα το σχολείο και την εκκλησία (τα οποία ο ίδιος συντηρούσε), πάλεψε για να μην αποκοπεί από τις ρίζες του, την Ορθοδοξία και τον Ελληνισμό. Ο ιερέας και ο δάσκαλος αναδείχθηκαν στα χρόνια εκείνα τα ισχυρότερα στηρίγματα του χειμαζόμενου Γένους, περιορίζοντας στο ελάχιστο τα αποτελέσματα της βουλγαρικής προπαγάνδας. Οι Μακεδόνες, ελληνόφωνοι και σλαβόφωνοι, έμειναν με πείσμα προσκολλημένοι στο Πατριαρχείο, διατηρώντας γρηγορούσα την ελληνική τους εθνική συνείδηση. Γι’ αυτό και οι σλαβόφωνοι εξαιτίας της φανατικής τους προσήλωσης στην ελληνική ιδέα ονομάστηκαν από τους Βουλγάρους προπαγανδιστὲς Γραικομάνοι, δηλαδή μανιακοί Έλληνες.
     Ὅταν οι Βούλγαροι διαπίστωσαν, ότι δεν μπορούσαν να επιβληθούν με ειρηνικά μέσα, σταδιακά, από το 1895 και εξής, πέρασαν στη βία των όπλων, ἐξαπέστειλαν τοὺς κομιτατζῆδες. Η στροφή αυτή έγινε ὑπὸ το αδιάφορο βλέμμα των Τούρκων, που ἐφήρμοζαν την πολιτική του “διαίρει και βασίλευε”. Τέλος, τον Ιούλιο του 1903, στην περιοχή της βορειδυτικής Μακεδονίας, οἱ Βούλγαροι κήρυξαν την ψευτο-εξέγερση του Ίλιντεν (τῆς ἡμέρας τοῦ Προφήτη Ἠλία στὰ βουλγαρικά), για να προβάλουν δήθεν το Μακεδονικό Ζήτημα στην Ευρώπη, αλλά με απώτερο σκοπό να ενσωματώσουν τη Μακεδονία στο βουλγαρικό κράτος, με την ίδια μέθοδο που είχαν προσαρτήσει, λίγα χρόνια πρωτύτερα (1885) την Ανατολική Ρωμυλία. Επιλεγμένοι τους στόχοι υπήρξαν τα ελληνικὰ βλαχοχώρια Κλεισοῦρα Καστοριᾶς, Κρούσοβο Πελαγονίας (στὰ σημερινὰ Σκόπια) και Νυμφαίο Φλωρίνης, τα οποία, αν καταλαμβάνονταν θα παρέλυε –πίστευαν οι Βούλγαροι- κάθε μορφής αντίσταση. Αλλά οι Τούρκοι σύντομα πέρασαν στην αντεπίθεση και έτσι η επανάσταση του Ίλιντεν έσβησε σαν πυροτέχνημα. Τραγικά θύματά της, ωστόσο, υπήρξαν κυρίως οι Έλληνες, που σφυροκοπήθηκαν άγρια πρῶτα από τους Βουλγάρους και ἔπειτα από τους Τούρκους.
     Όμως, παρά την αποτυχία της ψευδοεπανάστασης του Ίλιντεν, η Μακεδονία είχε κατακλυστεί από βουλγαρικά σώματα κομιτατζήδων. Ο Ελληνισμός μάτωνε ἀπὸ τὶς λίμνες τοῦ Βίτσι μέχρι τὸν Ἁλιάκμονα.  Ὅποιοι δὲν ζητοῦσαν «αὐτοβούλως» Βούλγαρο παππᾶ καὶ δάσκαλο, σφάζονταν. Και τότε το θαύμα έγινε. Από τα σπλάγχνα του μαρτυρικού λαού της Δυτικής Μακεδονίας, που του είχαν σωθεί όλα τα αποθέματα καρτερίας, ξεπήδησε η αντιστασιακή φλόγα. Πρωτοπόροι στον Αγώνα στάθηκαν ο Ίων Δραγούμης, γραμματέας του ελληνικού Προξενείου στο Μοναστήρι, και ο Μητροπολίτης Καστοριᾶς Γερμανός Καραβαγγέλης. Από το 1902 ο Ίων Δραγούμης κατηχούσε, εμψύχωνε, όριζε διοικητικές επιτροπές σε πόλεις και χωριά και οργάνωσε τη “Μακεδονική Άμυνα” στην περιοχή Μοναστηρίου (βουλγαριστὶ Μπίτολα, στὰ σημερινὰ Σκόπια). Ο Καστορίας Γερμανὸς από τη δική του πλευρά συγκρότησε τα πρώτα αντάρτικα σώματα Δυτικομακεδόνων ενόπλων, με αρχηγούς τον καπετὰν Κώττα από τη Ρούλια και το Βαγγέλη Στρεμπενιώτη (ἀπὸ τὰ Ἀσπρόγεια Φλωρίνης).  Ὁ Ἀρχάγγελος τῶν Κορεστίων, μὲ ὅπλο Μάνλιχερ στὸν ὦμο, βαρὺ πιστόλι Μάουζερ καὶ μαχαίρι στὴν μέση, λάτρης τῆς σκοποβολῆς, παραλλαγμένος καὶ ἔφιππος στὸ ἀραβικὸ ἄλογό του, διέτρεχε τὴν περιφέρειά του, προσπαθῶντας μὲ τὸ καλό, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ ζόρι ἂν χρειαζόταν, νὰ ἐπαναφέρῃ τὰ χωριὰ στὸ Πατριαρχεῖο.  Οἱ δεσμοὶ ποὺ δημιούργησε μὲ τοὺς ντόπιους ἦταν ἀκατάλυτοι.  Τέτοιους Μητροπολῖτες θέλει ὁ λαός!
     Αλλά και η κοιμισμένη ως τότε Αθήνα αφυπνίστηκε. Την Ἄνοιξι του 1904 στάλθηκαν μυστικά στη Μακεδονία τέσσερις παράξενοι ζωέμποροι. Στην πραγματικότητα ήταν αξιωματικοί του ελληνικού στρατού. Ανάμεσά τους και ο Παύλος Μελάς, με το ψευδώνυμο Πέτρος Δέδες. Ο Μελάς ξαναγύρισε στη Μακεδονία τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου με δικό του αντάρτικο σώμα, ως καπετάν Μίκης Ζέζας, σύνθεση των ονομάτων των δύο παιδιών του. Οι Μακεδόνες τον δέχθηκαν σαν ελευθερωτή. Ο λαός σιγά–σιγά αναθάρρησε. Και όταν στις 13 Οκτωβρίου του 1904 το βόλι τον έρριξε νεκρό στη Στάτιστα (σημ. Μελάς), έγινε εθνικό σύμβολο και πέρασε σαν ήρωας στην αιωνιότητα. Γιατί ο θάνατός του, αντί να αποθαρρύνει, θέριεψε τον Αγώνα. Τότε, από κάθε μεριά της ελληνικής γης, από τη Βόρειο Ήπειρο ως την Πελοπόννησο, τὴν Κρήτη και την Κύπρο, άρχισαν να καταφθάνουν γενναίοι Μακεδονομάχοι, που αποθανατίστηκαν με τα θρυλικά πλέον ψευδώνυμά τους: Bάρδας, Ακρίτας, Μπούας, Κόρακας, Ἄγρας και άλλοι. Οι Μακεδόνες καπετάνιοι –Νταλίπης, Πύρζας, Γιαγκλής, Κύρου, Μίγγας, Κουκουτέγος- τους δέχθηκαν με ενθουσιασμό και συνεργάστηκαν στενά μαζί τους.
Παράλληλα στην Αθήνα το Μακεδονικό Κομιτάτο, στελεχωμένο από άνδρες όπως ο Στέφανος Δραγούμης καὶ ο Δημήτριος Καλαποθάκης, προσπάθησε να διαφωτίσει την ελλαδική και την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη για όσα συνέβαιναν στην Μακεδονία και για τους κινδύνους του Ελληνισμού.  Καθοριστική υπήρξε η συμβολή στον Αγώνα και των αμάχων Μακεδόνων όλων των ηλικιών, των φύλων και των κοινωνικών τάξεων. Χωρικές ζύμωναν το ψωμί των Μακεδονομάχων, έπλεναν τα ρούχα τους και έδεναν τις πληγές τους. Στις πόλεις επιτροπές κυριών, οργανωμένες σε φιλόπτωχα σωματεία συγκέντρωναν εφόδια. Απλοί χωρικοί ἀλλὰ καὶ παιδιὰ μετέφεραν κρυφά οπλισμό και πληροφορίες. Γιατροί, σιδηροδρομικοί, έμποροι, εργοστασιάρχες, εργάτες, μεγάλοι καὶ ἀλλὰ καὶ νήπια, στὶς πόλεις καὶ στὴν ὕπαιθρο, ο καθένας από την έπαλξή του, βοήθησαν με όλες τους τις δυνάμεις τον Αγώνα.
     Και φυσικά, ιδιαίτερα σημαντική υπήρξε η παρουσία των μητροπολιτῶν καὶ ιερέων, των δασκάλων και των διδασκαλισσών, γι’ αυτό και βρίσκονταν αδιάκοπα στο στόχαστρο του εχθρού.  [Ὅσα ἐνδεικτικὰ περιγράφει ἡ Πηνελόπη Δέλτα στὸ βιβλίο της «Στὰ μυστικὰ τοῦ Βάλτου» ἀναφέρονται σὲ πραγματικὰ γεγονότα, ποὺ ἔλαβαν χώρα στὴν περιοχὴ γύρω ἀπὸ τὴν ἀποξηραμένη σήμερα λίμνη τῶν Γιαννιτσῶν, ὅπου ἐνέδρευαν οἱ ἔνοπλες συμμορίες τῶν Βουλγάρων κομιτατζήδων, ποὺ τρομοκρατοῦσαν τὸν ἑλληνικὸ πληθυσμό.]
     Τέσσερα χρόνια κράτησε ο ένοπλος Μακεδονικός αγώνας. Έγιναν πολλές αιματηρές συγκρούσεις και αναρίθμητοι υπήρξαν οι μάρτυρες και οι ήρωες. Σὲ 2.000 χιλιάδες περίπου ὑπολογίζονται οἱ Ἕλληνες νεκροὶ Μακεδονομάχοι καὶ σὲ 4.000 οἱ Βούλγαροι κομιτατζῆδες.  Τελικά, το 1908, η επανάσταση των Νεοτούρκων, παράλληλα με την παραχώρηση συντάγματος, έδωσε στὰ χαρτιὰ αμνηστεία στους εμπολέμους και υποσχέθηκε ισονομία και ισοπολιτεία σε όλες τις εθνότητες του Οθωμανικού Κράτους. Έτσι, οι Βούλγαροι βρήκαν τρόπο να αποσυρθούν από την Μακεδονία χωρίς να παραδεχθούν φανερά την συντριβή τους.  Δὲν ἔμεινε ἐνορία, πόλη ἢ χωριὸ ὄχι μόνον στὴν μέχρι σήμερα ἀπελευθερωμένη Μακεδονία, ἀλλὰ οὔτε καὶ στὸ κομμάτι τῆς Μακεδονίας ποὺ κατέχουν σήμερα οἱ Σκοπιανοὶ ἀπόγονοι τῶν κομιτατζήδων, ποὺ νὰ μὴ στοιχηθῇ μὲ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, διατρανώνοντας τὴν 100% ἐλληνική ταὐτότητά του.
     Όμως οι Νεότουρκοι ντονμέδες, εκδικήθηκαν τοὺς Μακεδονομάχους καὶ προσπάθησαν μὲ κάθε μέσο νὰ τοὺς δολοφονήσουν.  Ἀκολούθησαν δὲ σκληρή πολιτική ἐθνοκαθάρσεων, που τελικά οδήγησε στη σύναψη συμμαχίας (ἄλλο πρᾶγμα ἡ συμμαχία, ἄλλο ἡ φιλία!) ανάμεσα στους βαλκανικούς λαούς των Ελλήνων, Σέρβων, Βουλγάρων και Μαυροβουνίων, οι οποίοι, τον Οκτώβριο του 1912, κήρυξαν επιτέλους τον πόλεμο εναντίον της Τουρκίας.
     Τυπικά, ο Μακεδονικός Αγώνας είχε τερματιστεί και το Μακεδονικό Ζήτημα φάνηκε πως επιτέλους είχε κλείσει. Η ψυχρότητα με τη Βουλγαρία διατηρήθηκε βέβαια αρκετά χρόνια, αλλά φάνηκε πως υποχώρησε.  Το κακό όμως είχε ξεκινήσει.  Οἱ Ρῶσσοι καὶ οἱ Βούλγαροι εἶχαν δηλητηριάσει μὲ τὴν προπαγάνδα τους δύο ὁλόκληρες γενηὲς ἀνθρώπων.  Πλήρωσαν βέβαια γιὰ τ’ ἀνομήματά τους, με τον κομμουνισμό που είχαν για 73 και 45 χρόνια αντιστοίχως.
     Το Μακεδονικό Ζήτημα αναζωπυρώθηκε και πάλι μετά την ίδρυση της κατ’ ὄνομα μὲν «Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας», στὴν οὐσία δὲ ἐπαρχίας τῆς της Γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδίας και δημιούργημα του κομμουνιστή δικτάτορα Γιόζιπ Τίτο, άρχισε να εμφανίζεται από το 1944 ως κληρονόμος των ιστορικών παραδόσεων, ελληνικών, σερβικών και βουλγαρικών, ολόκληρου του μακεδονικού γεωγραφικού χώρου. Στο διάστημα που μεσολάβησε ως τις μέρες μας, τα γεγονότα διαστρεβλώθηκαν κατάλληλα, ώστε να εμφανίζεται σήμερα ένα ξεχωριστό “Μακεδονικό” Έθνος, με ιστορία αιώνων.  Κατά τη διαδικασία αυτή, κεφάλαια της ελληνικής, της σερβικής και βουλγαρικής ιστορίας (αρχαίας, μεσαιωνικής και νεότερης) πλαστογραφήθηκαν, παραποιήθηκαν και αναβαπτίσθηκαν “μακεδονικά”. Το τοπικό βουλγαροφανές ιδίωμα, ανασυντάχθηκε και ονομάστηκε “μακεδονική γλώσσα”. Τὴν περίοδο τοῦ συμμοριτοπολέμου 1944-1949, βρέθηκαν δυστυχῶς καὶ Ἕλληνες, οἱ ὁποῖοι χάριν τῆς διεστραμμένης κομμουνιστικῆς θεωρίας, προθυμοποιήθηκαν νὰ στρέψουν τὰ ὅπλα κατὰ τῆς Ἑλλάδος καὶ ἔστερξαν νὰ ἀποσχισθῇ ἡ Μακεδονία.  Γιὰ τὰ ἐγκλήματα αὐτά, τὸ ΚΚΕ καὶ οἱ ἐπίγονοί του σημερινοὶ ΣΥΡΙΖΑΙΟΙ καὶ λοιποὶ ἐθνομηδενιστὲς οὐδέποτε μετενόησαν οὔτε ζήτησαν συγγνώμη.
     Το σημαντικότερο δὲ δημιούργημα των Σκοπίων εἶναι η αριστοτεχνική προπαγανδιστική εκστρατεία, την οποία εξαπέλυσαν διεθνώς για να υποστηρίξουν τις θέσεις τους. Βέβαια, η επιχειρηματολογία τους βρίσκει έδαφος μόνον εκεί, όπου επικρατεί η ιστορική άγνοια. Γιατί, για όσους έστω και στοιχειωδώς γνωρίζουν τα γεγονότα είναι ξεκαθαρισμένο, ότι η ιστορία της Μακεδονίας είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ελληνικής ιστορίας. Ο Μέγας Αλέξανδρος διέδωσε στα πέρατα του κόσμου την ελληνική γλώσσα και τον πολιτισμό, γιατί ήταν Έλληνας. Τα αρχαία μάρμαρα που αποκαλύπτει η προγονική γη των Μακεδόνων, με τις ελληνικές επιγραφές και ονόματα, είναι οι αδιάψευστοι μάρτυρες της ελληνικότητας της Μακεδονίας. Οἱ Θεσσαλονικεῖς Ἅγιοι Κύριλλος καὶ Μεθόδιος, οἱ φωτιστὲς τῶν Σλαύων, ἦσαν καὶ αὐτοὶ Ἕλληνες, ὅπως ὅλοι οἱ Μακεδόνες.  Οι βυζαντινές εκκλησίες, με τις ελληνικές επιγραφές, διάσπαρτες σε ολόκληρη τη νότια βαλκανική, υπενθυμίζουν το ελληνορθόδοξο ιστορικό της παρελθόν. Αλλά και στα νεότερα χρόνια, ένα μεγάλο τμήμα των σλαβόφωνων Μακεδόνων, όπως άλλωστε και άλλων δίγλωσσων Μακεδόνων, αποδείχθηκε στην πορεία των γεγονότων του 20ου αιώνα φανατικά ελληνικό.
     Άλλωστε, όταν στα 1912 τα εθνικά προβλήματα στα Βαλκάνια βρίσκονταν σε έξαρση και οι λαοί συμμαχούσαν για να ἀποτινάξουν τον οθωμανικό ζυγό, το λεγόμενο “Μακεδονικό Έθνος” ήταν ανύπαρκτο (μιᾶς καὶ την εποχή εκείνη δεν είχε ακόμη χαλκευθεί από τους πλαστογράφους της ιστορίας). Γι’ αυτό και καμιά ιστορική μαρτυρία γι’ αυτό δεν χρονολογείται πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο.
Σήμερα ὑπάρχουν –φεῦ!– στὴν κυβέρνησι καὶ τὴν ἀντιπολίτευσι ἄνθρωποι ποὺ ἔχουν τὸ θράσος νὰ λέγωνται πατριῶτες, οἱ ὁποῖοι δέχονται νὰ παραχωρήσουν τὸν ὅρο Μακεδονία μὲ προδοτικὴ σύνθετη ὀνομασία στοὺς μεταλλαγμένους Βουλγάρους, τοὺς νεο-κομιτατζῆδες τῶν Σκοπίων.  Δὲν θὰ τοὺς τὸ ἐπιτρέψουμε.  Δὲν τὸ θέλουν οἱ Μακεδονομάχοι μας.  Δὲν τὸ θέλει οὔτε ὁ δίκαιος Τριαδικός Θεός μας.
     Καθὼς τιμᾶμε τὴν θυσία του Παύλου Μελᾶ καὶ ὅλους τοὺς ἐπώνυμους καὶ ἀνώνυμους Μακεδονομάχους, πολλοὶ ἐκ τῶν ὁποίων ἦταν προπάπποι μας, ἂς θυμώμαστε καὶ τὸ διπλό μᾶς χρέος, στοὺς προγόνους καὶ τοὺς ἀπογόνους μας, ὅπως το καταγράφει ὁ Κωστῆς Παλαμᾶς:
«Γνῶμες, καρδιές, ὅσοι Ἕλληνες, ὅτι εἶστε μὴν ξεχνᾶτε,
δὲν εἶστε ἀπὸ τὰ χέρια σας μονάχα, ὄχι.
Χρωστᾶτε καὶ σὲ ὅσους ἦρθαν, πέρασαν, θὰ ᾿ρθοῦνε, θὰ περάσουν.
Κριτές, θὰ μᾶς δικάσουν οἱ ἀγέννητοι, οἱ νεκροί…».